διαστροφῇ — διαστροφή twisting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστροφή — twisting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… … Dictionary of Greek
διαστροφή — η (μτφ.) 1. η παραμόρφωση, η διαστρέβλωση, η αλλοίωση: Οι κακές παρέες τον οδήγησαν στη διαστροφή του χαρακτήρα του. 2. (ιατρ.), αλλοίωση φυσιολογικής γενετήσιας, νοητικής ή ψυχικής λειτουργίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαστροφῆι — διαστροφῇ , διαστροφή twisting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστροφαῖς — διαστροφή twisting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστροφαί — διαστροφή twisting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστροφῆς — διαστροφή twisting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστροφῇσι — διαστροφή twisting fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστροφέων — διαστροφή twisting fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)